- συντακτός
- -ή, -όν, Α [συντάσσω]1. συντεταγμένος με κάποιον2. φρ. «πρᾱγμα συντακτὸν περί τινος»(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντακτόν — συντακτός constructed with masc acc sg συντακτός constructed with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)